Константинос Кавафис. Поэты Греции - alfa-greek.ru
button


Константинос Кавафис


Константинос Кавафис, стихи на греческом языке

Константинос Кавафис (29 апреля 1863 - Александрия, 29 апреля 1933 - там же) - греческий поэт, который считается одним из самых значимых поэтов современности. Родился и жил в Александрии, поэтому его часто называют "александрийцем".

Кавафис работает в основном с помощью символов. Его искусство - это собрание архетипов, которые придают лёгкий намекающий смысл его рассуждениям. Он черпает воспоминания из прошлого и откладывает их в настоящем, иногда в качестве предупреждения о грядущих событиях. Особым элементом его техники является редкая фактурная режиссерская способность, подобная той, что встречается в прозе или театре. Но еще одной характеристикой, дополняющей вышеперечисленное, является склонность посредством своей речи выдавать себя за персонажей. Эта особенность создает многослойную поэзию, но также и загадочность, поскольку читателю часто неясно, через кого говорит сам поэт и с кем он себя отождествляет.




Αδύνατα

 

Μία χαρά υπάρχει πλην ευλογητή
μία παρηγορία εν αυτή τη λύπη.
Από το τέλος τούτο πόσοι συρφετοί
λείπουν χυδαίων ημερών, πόση ανία λείπει!

 

Είπεν εις ποιητής «Είναι αγαπητή
η μουσική που δεν δύναται να ηχήση».
Κ’ εγώ θαρρώ ότι η πλέον εκλεκτή
είν’ η ζωή εκείνη που δεν δύναται να ζήση.


Ποσειδωνιάται

 

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς και με Λατίνους κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμεινε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Kαι πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους,
γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες –
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πως εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον ελληνισμό.


Η πόλις

 

Είπες• «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή•
κ’ είν’ η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς•
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.


Ἰθάκη

 

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

 

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

 

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

 

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·

 

νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.

 

Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

 

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξῃς στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσῃ ἡ Ἰθάκη.

 

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

 

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.


Θερμοπύλες

 

Τιμὴ σὲ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωὴν των

 

ὥρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες,
δίκαιοι κ᾿ ἴσιοι σ᾿ ὅλες των τὲς πράξεις,
ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ᾿ εὐσπλαχνία,
γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι,
κι ὅταν εἶναι πτωχοί, πάλ᾿ εἰς μικρὸν γενναῖοι,
πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε,
πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες,
πλὴν χωρὶς μίσος γιὰ τοὺς ψευδόμενους.

 

Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει ὅταν προβλέπουν,
καὶ πολλοὶ προβλέπουν,
πῶς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος,
κ᾿ οἱ Μῆδοι ἐπιτέλους θὰ διαβοῦνε.


Μανουὴλ Κομνηνός

 

Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς
μία μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά.
Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη.

 

Ἐνῷ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παλιὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ᾿ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν,
καὶ τὰ φορεῖ, κι εὐφραίνεται ποὺ δείχνει
ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου.

 

Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν,
καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν
ντυμένοι μὲς στὴν πίστι των σεμνότατα.


Οὐκ ἔγνως

 

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες —
ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του,
ὁ γελοιωδέστατος.

 

Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε
σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως·
εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως


Στὴν ἐκκλησία

 

Τὴν ἐκκλησίαν ἀγαπῶ, τὰ ἑξαπτέρυγά της
τὰ ἀσήμια τῶν σκευῶν, τὰ κηροπήγια της,
τὰ φῶτα, τὶς εἰκόνες της, τὸν ἄμβωνά της.

 

Ἐκεῖ σὰν μπῶ, μὲς σὲ ἐκκλησία τῶν Γραικῶν,
μὲ τῶν θυμιαμάτων της τὶς εὐωδίες,
μὲ τὶς λειτουργικὲς φωνὲς καὶ συμφωνίες,
τὶς μεγαλοπρεπεῖς τῶν ἱερέων παρουσίες
καὶ κάθε των κινήσεως τὸν σοβαρὸ ρυθμό,
λαμπρότατοι μέσ᾿ τῶν ἀμφίων τὸν στολισμό,
ὁ νοῦς μου πηγαίνει σὲ τιμὲς μεγάλες τῆς φυλῆς μας,
στὸν ἔνδοξό μας Βυζαντινισμό.


Ὑπὲρ τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας πολεμήσαντες

 

Ἀνδρεῖοι σεῖς ποὺ πολεμήσατε καὶ πέσατ᾿ εὐκλεῶς
τοὺς πανταχοῦ νικήσαντας μὴ φοβηθέντες.
Ἄμωμοι σεῖς, ἂν ἔπταισαν ὁ Διαῖος κι ὁ Κριτόλαος.

 

Ὅταν θὰ θέλουν οἱ Ἕλληνες νὰ καυχηθοῦν,
«Τέτοιους βγάζει τὸ ἔθνος μας» θὰ λένε
γιὰ σᾶς. Ἔτσι θαυμάσιος θά ῾ναι ὁ ἔπαινός σας.


Несбыточное (Αδύνατα)

 

Есть утешение средь многих бед,
В печалях дня – единственная радость.
Без этого наш мир – такой тоскливый бред,
И будни пыльные – такая гадость!

«Всего милей, — сказал один поэт, —
Та музыка, что зазвучать не может».
И я скажу: прекрасней века нет,
Чем тот, что не был и не будет прожит.

 

(Перевод: Е. Смагина)


Город (Η πόλις)

 

Ты твердишь: «Я уеду в другую страну, за другие моря.
После этой дыры что угодно покажется раем.
Как ни бьюсь, здесь я вечно судьбой обираем.
Похоронено сердце мое в этом месте пустом.
Сколько можно глушить свой рассудок, откладывать жизнь на
потом!
Здесь куда ни посмотришь – видишь мертвые вещи,
чувств развалины, тлеющих дней головешки.
Сколько сил тут потрачено, пущено по ветру зря».

Не видать тебе новых земель – это бредни и ложь.
За тобой этот город повсюду последует в шлепанцах старых.
И состаришься ты в этих тусклых кварталах,
в этих стенах пожухших виски побелеют твои.
Город вечно пребудет с тобой, как судьбу ни крои.
Нет отсюда железной дороги, не плывут пароходы отсюда.
Протрубив свою жизнь в этом мертвом углу,
не надейся на чудо:
уходя из него, на земле никуда не уйдешь.

 

(Перевод: Г. Шмаков)

просмотры 113

Всего комментариев: 0

*

Нажимая кнопку "Отправить", Вы даёте своё согласие на обработку Ваших персональной данных, описанную на странице Политики конфиденциальности нашего сайта.