Тесей и Минотавр
Ο Θησέας και ο Μινώταυρος
Μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς της Αθήνας που τον έλεγαν Αιγέα, γυρνούσε από το µαντείο των ∆ελφών, και πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα, και την ερωτεύτηκε. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα µεγαλώσει και θα µπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια µου και να έρθει στην Αθήνα να με βρει».
Έτσι, όταν ο Θησέας µεγάλωσε και έγινε πολύ δυνατός, η μητέρα του η Αίθρα τού έδειξε το βράχο. Εκείνος τον σήκωσε πολύ εύκολα, πήρε τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του κι έφυγε αμέσως για την Αθήνα. Όμως ο Θησέας δεν θέλησε να πάει µε καράβι. Προτίµησε να πάει από ένα δρόμο στη στεριά που είχε ακούσει πως ήταν γεµάτος κινδύνους, από κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα που τροµοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους.
Τα κατορθώματα του Θησέα
Όταν έφτασε κοντά στην Επίδαυρο, ο Θησέας βρήκε τον ληστή Περιφήτη, που χτυπούσε τους περαστικούς µε ένα σιδερένιο ρόπαλο. Ο Θησέας δεν φοβήθηκε τον ληστή, πάλεψε και τον νίκησε.
Έπειτα, στον Ισθµό της Κορίνθου, o Θησέας αντιμετώπισε έναν άλλο κακό, τον Σίνη. Αυτό λύγιζε τις κορυφές δυο πεύκων, έδενε πάνω τους διαβάτες, άφηνε µετά τα πεύκα ελεύθερα κι οι άνθρωποι γίνονταν δυο κοµµάτια. Και αυτόν όμως ο Θησέας τον νίκησε και τον εξουδετέρωσε.
Πιο πέρα, ο Θησέας έπιασε και σκότωσε τη Φαιά, µια αγριογουρούνα που τρόµαζε τους ανθρώπους της περιοχής.
Προχωρώντας ο Θησέας έφτασε στις Σκιρωνίδες Πέτρες. Τις έλεγαν έτσι γιατί εκεί ζούσε ο Σκίρωνας, ένας τρομακτικός ληστής ο οποίος αφού λήστευε τους περαστικούς, τους ανάγκαζε να του πλένουν τα πόδια. Μόλις όµως εκείνοι έσκυβαν µπροστά του, ο Σκίρωνας µε µια δυνατή κλωτσιά τους γκρέµιζε απ’ τα βράχια κι έπεφταν στη θάλασσα, όπου τους έτρωγε µια τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον νίκησε αυτόν και τον έριξε στη θάλασσα. Το µέρος αυτό από τότε λέγεται Κακιά Σκάλα.
Μετά, ο Θησέας αντιμετώπισε και νίκησε τον Προκρούστη. Αυτός ο κακός ξάπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο. Αν κάποιος ήταν πιο µακρύς, του έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντός, του τραβούσε τα πόδια ώσπου ξεκολλούσαν. Ο Θησέας τον ξάπλωσε όμως στο σιδερένιο κρεβάτι κι επειδή ήταν πιο µακρύς του έκοψε το κεφάλι.
Ετσι, λοιπόν, πηγαίνοντας από την Τροιζήνα στην Αθήνα, ο Θησέας έκανε πάρα πολλά κατορθώµατα νικώντας όλους τους κακοποιούς και οι άνθρωποι µπορούσαν να ταξιδεύουν πια ελεύθερα χωρίς να φοβούνται.
Μια μέρα, ο Θησέας έφτασε στην Αθήνα όπου ο πατέρας του ο Αιγέας, βλέποντας το σπαθί και τα σανδάλια του, τον αναγνώρισε αµέσως και τον υποδέχτηκε µε χαρά και ανακούφιση.
Ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο
Μερικά χρόνια πιο πριν όμως, προτού φτάσει ο Θησέας στην Αθήνα, είχε συμβεί το εξής κακό. Οι Αθηναίοι γιόρταζαν για να τιµήσουν τη θεά Αθηνά κι έκαναν αγώνες. Στους αγώνες αυτούς πήρε µέρος κι ο γιος του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης. Νίκησε σ’ όλα τ’ αγωνίσµατα αλλά κάποιοι Αθηναίοι από τη ζήλια τους τον σκότωσαν. Τότε ο Μίνωας ήρθε µε πολλά καράβια από την Κρήτη και πολιόρκησε την Αθήνα. Τελικά, νίκησε τους Αθηναίους και τους ανάγκασε να του πληρώνουν έναν πολύ βαρύ φόρο για να εκδικηθεί το χαμό του γιου του. Κάθε χρόνο, έπρεπε να του στέλνουν επτά νέες κι επτά νέους για να τους τρώει ο Μινώταυρος.
Ο Μινώταυρος ήταν ένα τέρας µε κεφάλι ταύρου αλλά σώµα ανθρώπου. Ζούσε κλεισµένος στο Λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού του Μίνωα, που τον είχε φτιάξει ο αθηναίος Δαίδαλος.
Ο Λαβύρινθος είχε τόσους πολλούς διαδρόµους και δωµάτια, που κανείς ποτέ δεν είχε καταφέρει να βγει από εκεί.
Όταν λοιπόν έφτασε ο Θησέας στην Αθήνα, οι Αθηναίοι για τρίτη χρονιά έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στην Κρήτη. Σε όλη την πόλη ακούγονταν θρήνοι και κλάµατα. Τότε, ο ατρόμητος Θησέας αποφάσισε να πάει µαζί με τα υπόλοιπα παιδιά στην Κρήτη για να σκοτώσει το Μινώταυρο.
Στο λιµάνι του Φαλήρου, οι Αθηναίοι αποχαιρέτησαν τους νέους και τις νέες κλαίγοντας. Έβαλαν στο καράβι µαύρα πανιά κι ο βασιλιάς Αιγέας τους παρακάλεσε, αν γύριζαν ζωντανοί, να βάλουν πανιά άσπρα για να τους δει από μακρυά και να ησυχάσει.
Το καράβι με τα μαύρα πανιά ξεκίνησε το ταξίδι του και, μετά από αρκετές μέρες, έφτασε στην Κρήτη.
Όταν αποβιβάστηκε στο νησί, ο Θησέας συνάντησε την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα, και την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Αλλά και η πριγκίπισσα γοητεύτηκε από τον θαραλλέο Θησέα, και θέλησε να τον βοηθήσει να σώσει τη ζωή του. Πήγε λοιπόν στον Δαίδαλο, που είχε φτιάξει τον Λαβύρινθο, και του ζήτησε έναν τρόπο για να δραπετεύσει ο Θησέας με τους υπόλοιπους νέους από το Λαβύρινθο.
Ο Δαίδαλος είχε τη λύση. Το σχέδιο ήταν απλό: ο Θησέας θα είχε μαζί του ένα κουβάρι νήμα και μπαίνοντας στην είσοδο του Λαβύρινθου θα έδενε την άκρη του νήματος στην πόρτα. Θα το ξετύλιγε διασχίζοντας τους δαιδαλώδεις διαδρόμους ώστε να μπορέσει μετά να γυρίσει πίσω στην είσοδο και να μην χαθεί για πάντα μέσα στο Λαβύρινθο.
Έτσι, λοιπόν, η Αριάδνη έδωσε στον Θησέα ένα κουβάρι νήµα, το μίτο, και τον συµβούλεψε να δέσει την άκρη του νήματος στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει καθώς προχωράει.
Ο Θησέας ακολούθησε πιστά τις οδηγίες της. Μπήκε µε θάρρος στο Λαβύρινθο κι έψαχνε το Μινώταυρο, ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης. Κάποια στιγµή άκουσε το άγριο µουγκρητό του τέρατος και ο Μινώταυρος εμφανίστηκε μπροστά του. Οι δυο τους πάλεψαν σκληρά αλλά ο Θησέας σκότωσε το φοβερό τέρας µε το σπαθί του.
Έπειτα, τυλίγοντας ξανά το κουβάρι, ο Θησέας βρήκε εύκολα το δρόμο προς την έξοδο μαζί με τους συντρόφους του.
Στην είσοδο τον υποδέχτηκαν οι υπόλοιποι νέοι της Αθήνας µε δάκρυα χαράς και ανακούφισης.
Ο Θησέας επιστρέφει στην Αθήνα
Το ίδιο βράδυ ο Θησέας και οι νέοι της Αθήνας έφυγαν κρυφά µε το πλοίο τους από την Κρήτη. Μαζί τους πήραν και την Αριάδνη. Προηγουµένως είχαν φροντίσει να ανοίξουν τρύπες στα καράβια του Μίνωα, για να µην µπορούν να τους ακολουθήσουν.
Οι νέοι ταξίδεψαν χαρούµενοι µέχρι τη Νάξο. Εκεί βγήκαν σε µια ακρογιαλιά για να ξεκουραστούν. Τότε όµως πέρασε από κει ο θεός Διόνυσος. Είδε την Αριάδνη, θαµπώθηκε από την οµορφιά της και την έκλεψε, για να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας στενοχωρήθηκε πολύ για το χαµό της Αριάδνης. Το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του για την Αθήνα, αλλά κανείς δε σκέφτηκε ν’ αλλάξουν τα µαύρα πανιά και να βάλουν λευκά όπως είχε ζητήσει ο βασιλιάς.
Εν τω µεταξύ ο δυστυχής Αιγέας καθόταν στο Σούνιο και αγνάντευε συνέχεια τη θάλασσα, ελπίζοντας κάποια στιγµή να δει το πλοίο να επιστρέφει με λευκά πανιά. Όταν όμως φάνηκε το πλοίο στον ορίζοντα µε πανιά µαύρα, ο Αιγέας απ’ τη µεγάλη του λύπη έπεσε από το βράχο στη θάλασσα και πνίγηκε. Η θάλασσα όπου έπεσε ονοµάστηκε από τότε Αιγαίο πέλαγος.
Μετά το θάνατο του Αιγέα, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας και βασίλεψε πολλά χρόνια µε σοφία και δικαιοσύνη. Παντρεύτηκε μάλιστα τη Φαίδρα, την αδερφή της Αριάδνης και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Μια ακόμα ιστορία: ο Θησέας νικάει και τον Μίνωα
Πολλοί λένε πως ο Θησέας δεν ήταν γιος του Αιγέα, αλλά του θεού Ποσειδώνα. Μάλιστα στο πλοίο που πήγαινε το Θησέα και τα παιδιά των Αθηναίων στην Κρήτη βρισκόταν κι ο Μίνωας, που είχε πάει ο ίδιος να παραλάβει το βαρύ φόρο της Αθήνας. Εκεί βρισκόταν κι η Περίβοια, η όµορφη κόρη του βασιλιά των Μεγάρων. Ο Μίνωας, θαµπωµένος από την οµορφιά της, πήγε να την αγκαλιάσει με το ζόρι. Η τροµαγµένη φώναξε αμέσως τον Θησέα για βοήθεια. Εκείνος θυµωµένος απείλησε τον Μίνωα λέγοντάς του: «Συγκρατήσου βασιλιά, γιατί θα δοκιµάσεις τη δύναµη των χεριών µου. Κι αν είσαι γιος του ∆ία, εγώ είµαι γιος του Ποσειδώνα». Ο Μίνωας τότε παρακάλεσε το ∆ία, τον πατέρα του, κι έριξε αστροπελέκι. Κι αµέσως μετά πέταξε το δαχτυλίδι του στη θάλασσα κι είπε στο Θησέα: «Αν είσαι γιος του Ποσειδώνα, όπως λες, φέρε μου πίσω το δαχτυλίδι». Σαν αστραπή ο Θησέας έπεσε στη θάλασσα. Αµέσως ήρθαν δελφίνια και τον οδήγησαν στο βυθό, στο παλάτι του Ποσειδώνα. Εκεί, ο Θησέας είδε τις Νηρηίδες κι ανάµεσά τους την Αµφιτρίτη, που ήταν η γυναίκα του Ποσειδώνα. Εκείνη του έδωσε το δαχτυλίδι του Μίνωα, του έριξε στους ώµους ένα χιτώνα κατακόκκινο και στα µαλλιά τού έβαλε ολόχρυσο στεφάνι. Κι έτσι ξεπρόβαλε ο ήρωας δίπλα στο καράβι χωρίς να έχει βραχεί.
Всего комментариев: 0