Костас Уранис
Костас Уранис (настоящее имя: Κλέαρχος Νιάρχος или Νεάρχου, так как он его изменил; 12 февраля 1890 - 12 июля 1953) - греческий поэт, переводчик, эссеист, журналист, прозаик и литературный критик.
Со студенческих лет Уранис занимался литературой, публикуя свои стихи в журнале "Эллада". В своем творчестве он, по-видимому, находился под влиянием французского поэта Шарля Бодлера. В его поэзии преобладают символизм, неоромантизм и космополитизм, и в то же время его стихи проникнуты глубокой и всепроникающей меланхолией, ностальгией, скукой, настроением полета, чувством печали и горечи.
Αγάπη
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα
αν είναι να `ρθει θε να `ρθεί δίχως να νιώσεις από πού
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει:
«Ποια είμ’ εγώ;»
απ’ της καρδιάς στο σκίρτημα θα καταλάβεις ποια `ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς…Αν είναι να `ρθει θε να `ρθεί.
Κλειστά όλα να `ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις ανοιχτή την πόρτα για να τη δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ’ αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς
αν είναι να `ρθει θε να `ρθεί αλλιώς θα προσπεράσει.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος.
Στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία.
Θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να `ρθει ο αστυνόμος.
Θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».
Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι.
Θε να πουν: «Τι `ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.
Κάποιος θα `ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτή θα `ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι.
Και μια Καίτη θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει…
Οι νέες των επαρχιών
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
Τις επαρχίες τα χλωμά και κρύα δειλινά
Όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά στο δρόμο
Κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά
Πότε θα’ρθεί πότε θα’ρθεί τα γαλανά
Βασίλεια της χίμαιρας μ’ ερωτικά ανοιγμένη
Την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Αχ και γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;
Όπου ανταλλάσσουν καρτ ποστάλ – «Ιδίως τοπία κι άνθη»
Και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
Με κάποιον νέον που μ’άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
Κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία
Всего комментариев: 0